- πρόεδρε
- πρόεδροςone who sits in the first placemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… … Dictionary of Greek
έκρηξη — η 1. σκάσιμο με πάταγο, που προκαλείται απότομα από ισχυρή πίεση αερίων προς τα έξω, η οποία δημιουργείται με ανάφλεξη εκρηκτικών υλών ή με ισχυρή πίεση από μηχανικά μέσα. 2. μτφ., ξαφνική έναρξη καταστρεπτικής κατάστασης: Έκρηξη πολέμου. 3. μτφ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)